ιδιωφελής

ιδιωφελής
-ές (Α ἰδιωφελής, -ές)
ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια
νεοελλ.
αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αν-ωφελής, κοιν-ωφελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰδιωφελής — of private benefit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωφελοῦς — ἰδιωφελής of private benefit masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωφέλεια — η [ιδιωφελής] 1. ιδιωτική, ατομική ωφέλεια 2. επιδίωξη ατομικού συμφέροντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”